- ορμώ
- (I)(Α ὁρμῶ, -άω) [ορμή]1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ' ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.)νεοελλ.(μέσ. και παθ.) ορμώμαι, -άομαια) κινούμαι από κάποια αιτία, έχω κάτι ως αφορμή («από πού ορμώμενος τό έκανες αυτό;»)β) μτφ. κατάγομαι, προέρχομαιαρχ.1. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι2. αρχίζω να κάνω κάτι3. έχω τάση ή κλίση για κάτι4. κατέχομαι από ενστικτώδεις ορμές («πρὸς τὰς ὀχείας ὁρμᾱν», Αριστοτ.)5. (μέσ. και παθ.) α) αναγκάζομαι να κάνω κάτιβ) (για αφηρ. έννοια) προχωρώ, προβαίνω («ἐχθρῶν ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾱται», Σοφ.).————————(II)(Α ὁρμῶ, -έω) [όρμος (II)](για πλοίο) αγκυροβολώαρχ.παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ δυοῑν ἀγκύραιν ὁρμῶ» — έχω διπλό τρόπο διαφυγής ή σωτηρίαςβ) «μέγας ἐπὶ σμικροῑς ὁρμῶ» — εξαρτώμαι από μικρά πραγματα.
Dictionary of Greek. 2013.